- χορτοκαλύβα
- η, Νκαλύβα κατασκευασμένη από ξερά χόρτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο + καλύβα. Η λ., στον λόγιο τ. χορτοκαλύβη, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορτοκαλύβα — η καλύβα κατασκευασμένη από ξερό χορτάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… … Dictionary of Greek